- ὀνόπυξος
- ὀνό-πυξος, ὁ,A cotton-thistle, Onopordon illyricum, Thphr.HP6.4.3, Plin.HN21.94.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ονόπυξος — ὀνόπυξος, ὁ (Α) το φυτό ονόπορδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + πύξος «είδος φυτού»] … Dictionary of Greek
ὀνόπυξος — cotton thistle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… … Dictionary of Greek